Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



χρώματος, τοῦ


Ερμηνεία:

[το χρώμα, τα χρώματα, των χρωμάτων (η οπτική εντύπωση που δημιουργείται στον εγκέφαλο, όταν τα μάτια βλέπουν μια επιφάνεια, η οποία φωτίζεται από φυσικό ή τεχνητό φως. Μια επιφάνεια χαρακτηρίζεται π.χ. ως κόκκινη, όταν οι ακτίνες του φυσικού ή του τεχνητού φωτός, που πέφτουν επάνω της, άλλες απορροφώνται και άλλες ανακλώνται. Αυτές που ανακλώνται, έχουν ορισμένο μήκος κύματος, προσλαμβάνονται από τους οφθαλμούς, και από οπτικό ερέθισμα μετατρέπονται σε ηλεκτρικό κύμα, που προωθείται μέσω των οπτικών νεύρων σε μια ξεχωριστή περιοχή του εγκεφάλου, η οποία την ερμηνεύει ως κόκκινο χρώμα. Τα χρώματα τα βλέπουμε με τα μάτια, αλλά τα αντιλαμβανόμαστε τον εγκέφαλο. Όταν μια επιφάνεια απορροφάει όλες τις φωτεινές ακτίνες, τότε ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται αυτή την επιφάνεια, ως μαύρη]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ.) ο χρώς, γεν. του χρωτός (επιφάνεια σώματος, , ιδίως του ανθρώπου, η χροιά της επιφάνειας του δέρματος) <χρώζω (ακουμπώ επιφάνεια σώματος, εγγίζω, χρωματίζω ελαφρώς) < χρώνυμι (χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε κάποια επιφάνεια) < χρώμα]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

... μὲ κοκκινωπὸν σποδοβάϊον τρίχωμα, ὅλως ἀσυνήθους χρώματος, ....



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: